- προσκαθοπλίσας
- προσκαθοπλίσᾱς , προσκαθοπλίζωarm besidesaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαθοπλίζω — Α εξοπλίζω επί πλέον («εἱλώτων δισχιλίους δὲ προσκαθοπλίσας Μακεδονικῶς», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθοπλίζω «οπλίζω»] … Dictionary of Greek